διήγηση — η αφήγηση, εξιστόρηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων: Η διήγηση της ιστορίας έγινε με γλαφυρό τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διήγηση — η (AM διήγησις) [διηγούμαι] αφήγηση, εξιστόρηση αρχ. (ρητ.) το κύριο μέρος τού ρητορικού λόγου όπου εκτίθεται το θέμα τού λόγου … Dictionary of Greek
Πωρικολόγος — Διήγηση σε πεζό λόγο, που αποτελεί γενική περιγραφή των οπωρικών, από τα οποία και προέρχεται ο τίτλος της. Ο Π. είναι έργο ανάλογο με το Φυσιολόγος και τον Πουλολόγος. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γράφτηκε το έργο, επειδή όμως γίνεται σε αυτό… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
παραδιήγημα — τὸ, Α [παραδιηγούμαι] παρεμβαλλόμενη διήγηση, διήγηση που παρεμβάλλεται ως κάτι διάφορο ή ξένο προς την κυρίως διήγηση … Dictionary of Greek
Σόδομα και Γόμορρα — Αρχαίες πόλεις της παλαιστινιακής Πεντάπολης, που βρίσκονταν, σύμφωνα με την παράδοση, στα Ν της Νεκρής θάλασσας. Κατά τη βιβλική διήγηση (Γένεσις, ιθ), καταστράφηκαν την εποχή του Αβραάμ από «πυρ και θείον», που έβρεξε ο Θεός, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
αναδιήγηση — η η εκ νέου διήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διήγηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον καθηγητή τής Βιοχημείας Αναστάσιο Χρηστομάνο στο περιοδικό σύγγραμμα Πλάτων, τόμος Ζ΄] … Dictionary of Greek